- επιτελούμαι
- επιτελούμαι, επιτελέστηκα, επιτελεσμένος βλ. πίν. 78
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ἐπιτελοῦμαι — ἐπιτέλλω enjoin fut ind mid 1st sg (attic epic doric) ἐπιτελέω complete pres ind mp 1st sg (attic epic doric) ἐπιτελέω complete fut ind mid 1st sg (attic epic doric) ἐπιτελέω complete pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτελώ — (AM ἐπιτελῶ, έω) [τελώ] πραγματοποιώ, εκτελώ, επιτυγχάνω, αποπερατώνω («ὅπως ἂν ἡ εἰρήνη ἐπιτελεσθῇ», Δημοσθ.) αρχ. 1. εκτελώ («οἱ μὲν νυν ἄλλοι παῑδες τὰ ἐπιτασσόμενα ἐπετέλεον», Ηρόδ.) 2. συμπληρώνω, αποτελειώνω την κατασκευή («ὡς δὲ ἐπετελέσθη … Dictionary of Greek